λεπτόβυρσος

λεπτόβυρσος
λεπτό-βυρσος, ον,
A thin-skinned, Sch.Ar.Eq.316.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λεπτόβυρσος — λεπτόβυρσος, ον (Α) αυτός που έχει λεπτό δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + βυρσος (< βύρσα «δέρμα»), πρβλ. εύ βυρσος, ωμό βυρσος] …   Dictionary of Greek

  • λεπτοβύρσου — λεπτόβυρσος thin skinned masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτ(ο)- — (AM λεπτ[ο]) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους προσδιοριστικού τύπου. Το α συνθετικό προσδίδει τη σημ. τής λεπτότητας στο β συνθετικό (πρβλ. λεπτό γραμμος, λεπτό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”